- σύμβολο
- το / σύμβολον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμβολον και σύββολον Α1. παραστατικό σημείο, έμψυχο ον ή πράγμα που αντιπροσωπεύει κατά σύμβαση ορισμένη έννοια, τής οποίας αποτελεί την εικόνα, το χαρακτηριστικό γνώρισμα, το έμβλημα (α. «ο σταυρός είναι το σύμβολο τής θυσίας και τής αναστάσεως» β. «τὰ τῆς νίκης σύμβολα φέροντες», Ακολ. τών Βαΐωνγ. «ἔστι τὰ ἐν τῇ φωνῇ τῶν ἐν τῇ ψυχῇ παθημάτων σύμβολα καὶ τὰ γραφόμενα τῶν ἐν τῇ φωνῇ», Αριστοτ.δ. «νίκης σύμβολον Ἰσθμιάδος», Καλλίμ.)2. (αττ. δίκ.) (στην αρχ. Αθήνα) συνθήκη μεταξύ τής αθηναϊκής πολιτείας και άλλης ελεύθερης ελληνικής πόλης με την οποία καθορίζονταν τα σχετικά με την επίλυση τών ιδιωτικών διαφορών ζητήματα μεταξύ τών Αθηναίων και τών υπηκόων τής Αθήναςνεοελλ.1. καθετί που μπορεί να αναπαραστήσει αφηρημένες ιδέες, γεγονότα, φαινόμενα, συναισθήματα2. πρόσωπο που ενσαρκώνει κατά τρόπο παραδειγματικό μια ιδέα («ο Αθανάσιος Διάκος υπήρξε σύμβολο αυταπάρνησης και αυτοθυσίας»)3. μαθημ. γράμμα τού ελληνικού και τού λατινικού αλφαβήτου ή ειδικό σχήμα που δηλώνει μαθηματικό μέγεθος4. ναυτ. δεσμός για ένωση δύο ξύλων με περιτύλιξη σχοινιού, συρματόσχοινου ή αλυσίδας γύρω από αυτά5. (φιλοσ.) αντικείμενο, φαινόμενο, γεγονός ή διαδικασία που εμφανίζεται ως εκπρόσωπος άλλων ιδιοτήτων και σχέσεων6. (ψυχολ.) στοιχείο το οποίο εκφράζει πράγμα ή ιδέα που δεν μπορεί να παρουσιαστεί7. (χαρτογρ.) διάγραμμα, σχέδιο, γράμμα, συντομογραφία κ.ά. σημεία τα οποία τοποθετούμενα σε χάρτες φανερώνουν ή αντιπροσωπεύουν ειδικό χαρακτηρισμό αντικειμένου8. (νομ.) το μακρύτερο από τα δύο κομμάτια τού σκυτάλου, κν. γνωστού ως τσέτουλα9. φυσ. γράμμα τού ελληνικού ή τού λατινικού αλφαβήτου που χρησιμοποιείται για τον βραχυγραφικό συμβολισμό ενός φυσικού μεγέθους10. μουσ. σημάδι που παριστάνει γραπτώς έναν φθόγγο11. (λογ.) συστατικό στοιχείο μιας τυποποιημένης μαθηματικής θεωρίας12. (κοινων.) κάθε οπτικό, ακουστικό ή άλλο σημείο στο οποίο αποδίδεται συμβατικό νόημα και το οποίο αποτελεί ερέθισμα για ορισμένη συμπεριφορά ή δράση13. (ρητ.) ρητορικό σχήμα με το οποίο υποκαθίσταται το όνομα ενός πράγματος από το όνομα ενός άλλου που έχει καθιερωθεί να δηλώνει το πρώτο, όπως λ.χ. στη φράση εγκατέλειψε την τήβεννο για το σπαθί, όπου η τήβεννος συμβολίζει το δικαστικό λειτούργημα ενώ το σπαθί τη στρατιωτική σταδιοδρομία14. φρ. α) «το σύμβολο τής Πίστεως» — η σύντομη ομολογία τής Πίστεως, όπως διατυπώθηκε σε δώδεκα άρθρα με απόφαση τής Α’ Οικουμενικής Συνόδουβ) «Αθανασιανό Σύμβολο» — χριστιανική Ομολογία πίστεως που σε 40 στίχους περιλαμβάνει σαφή έκθεση τού ορθόδοξου τριαδικού δόγματος και τού δόγματος τής ενσάρκωσης τού Ιησούγ) «αστρονομικό σύμβολο»αστρον. γράμμα ή ομάδα γραμμάτων τού ελληνικού ή τού λατινικού αλφαβήτου που χρησιμοποιούνται στους αστρονομικούς χάρτες και καταλόγους για τον βραχυγραφικό συμβολισμό τών αστέρων ή άλλων ουράνιων αντικειμένωνδ) «μετεωρολογικό σύμβολο»(μετεωρ.) γράμμα ή ομάδα γραμμάτων, αριθμών και γεωμετρικών σχημάτων, που χρησιμοποιούνται κατά την αναγραφή τών μετεωρολογικών παρατηρήσεων ή στη σύνταξη τών χαρτών καιρού, για την απεικόνιση διαφόρων μετεωρολογικών φαινομένων κατά τρόπο σύντομο και παραστατικόε) «χημικό σύμβολο»χημ. βραχυγραφία που αποτελείται από ένα ή δύο γράμματα τού λατινικού αλφαβήτου και η οποία χρησιμοποιείται για τον συμβολισμό ενός χημικού στοιχείουστ) «περιΰβριση συμβόλων»(ποιν. δίκ.) εξύβριση, εκδήλωση μίσους και περιφρόνησης, αφαίρεση ή παραμόρφωση εμβλημάτων ή συμβόλων τού έθνους, τής κυριαρχίας τού κράτους ή τού Προέδρου τής Δημοκρατίας, όπως λ.χ. τής ελληνικής σημαίας, τού εθνοσήμου, τών οροσήμων, τής μεγάλης τού κράτους σφραγίδας και τού εθνικού ύμνουμσν.1. αυτοκρατορικό διάταγμα για την τοποθέτηση αξιωματικού τού στρατού στη θέση του2. άρθρο πίστεως στη θρησκείααρχ.1. αντικείμενο κομμένο σε δύο κομμάτια που ταίριαζαν απόλυτα και τα οποία έπαιρναν όσοι είχαν συνδεθεί με ξενία ή είχαν δώσει αμοιβαία υπόσχεση («ἀποδεικνύντες τὰ σύμβολα ἀπαίτεον τὰ χρήματα», Ηρόδ.)2. το έτερον ήμισυ, ο ή η σύζυγος3. τεκμήριο για απόδειξη ταυτότητας ή επιβεβαίωση υπόσχεσης4. αντικείμενο που έχει δοθεί ως εγγύηση5. δείγμα, ένδειξη6. είδος δελτίου ταυτότητας τών δικαστών τής αρχαίας Αθήνας7. εισιτήριο για θέατρο8. δελτίο με το οποίο έπαιρνε κανείς σιτάρι δωρεάν ή χρηματικό βοήθημα9. είδος διαβατηρίου και η σφραγίδα του10. κατάλογος ταξιδιωτών11. συμβόλαιο μεταξύ ιδιωτών12. εμπορική σύμβαση μεταξύ δύο πόλεων13. απόδειξη υπογεγραμμένη εις διπλούν14. αμοιβή για την έκδοση αποδείξεων15. μονομερής υπόσχεση16. ένταλμα που παρείχε στον δικαιούχο το δικαίωμα να παίρνει παροχές για ορισμένο διάστημα17. σημαία18. σύμπτωμα νόσου19. στρατιωτικό σύνθημα20. αλληγορικό σημάδι21. στον πληθ. τὰ σύμβολατα μέτρα και σταθμά22. νόμισμα μικρής αξίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. σύμβολος*].
Dictionary of Greek. 2013.